τετραμεθυλουρία

τετραμεθυλουρία
η, Ν
χημ. άκυκλη αζωτούχα οργανική ένωση, τετραμεθυλιωμένο παράγωγο τής ουρίας, το οποίο χρησιμοποιείται ως διαλύτης και σε οργανικές συνθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. tetramethylurea < τετρ(α)-* + μεθύλιο + -ουρία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”